στρατοκόπος

στρατοκόπος
ο, Ν
οδοιπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στράτα + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο-κόπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στρατοκόπος — ο οδοιπόρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… …   Dictionary of Greek

  • δρομοκόπος — ο οδοιπόρος, πεζοπόρος, στρατοκόπος …   Dictionary of Greek

  • νυχτοστρατοκόπος — ο αυτός που περπατά στους δρόμους τη νύχτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύχτα + στρατοκόπος] …   Dictionary of Greek

  • στρατολάτης — ο, θηλ. στρατολάτισσα Ν αυτός που τού αρέσει να περπατάει πολύ, στρατοκόπος («διαβάτες μου, διαβάτες μου, καλοί μου στρατολάτες», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τού ορθού στρατ ελάτης < στράτα + ελάτης / ηλάτης (< ελαύνω), πρβλ. πρωτο λάτης] …   Dictionary of Greek

  • Καραφωτιάς, Παναγιώτης — (Κολλίνες Αρκαδίας 1934 –). Διεθνολόγος, κοινωνικός και πολιτικός επιστήμονας και λογοτέχνης. Είναι γνωστός και με το φιλολογικό ψευδώνυμο Ελλήγενης. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο του Ιλινόις των ΗΠΑ, διεθνείς σχέσεις στη Νέα… …   Dictionary of Greek

  • οδοιπόρος — ο αυτός που πορεύεται, αλλ. στρατοκόπος, στρατηλάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”